- σφός
- σφός = σφέτερος, referring to subject of sentence1
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σφός — their masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σφά — σφός their neut nom/voc/acc pl σφά̱ , σφός their fem nom/voc/acc dual σφά̱ , σφός their fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόν — σφός their masc acc sg σφός their neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαῖς — σφός their fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖν — σφός their masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖς — σφός their masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖσι — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῖσιν — σφός their masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοῦ — σφός their masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφούς — σφός their masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)